Κεφάλαιο 13ο
Το κεφάλαιο για τον Σουσαμπάβα
Όταν έγινα βασιλιάς Τσακραβαρτίν,
πρόσφερα τη γη με τους ωκεανούς της
τις τέσσερις ηπείρους της γεμάτες με πετράδια,
σε όλους τους Βούδες του παρελθόντος.
Εγκατέλειψα κάθε τι αγαπημένο και προσφιλές,
για να αναζητήσω τέλεια το νταρμακάγια.
Για κάλπα, έδωσα ακόμα και την πολύτιμη ζωή μου,
όπως έκανα αμέτρητα κάλπα πριν,
κατά την βασιλεία του Σουγκάτα Ρατνασικίν
Αφού ο Σουγκάτα πέρασε στη νιρβάνα
εμφανίστηκε ο βασιλιάς με το όνομα Σουσαμπάβα.
Αναγνωρίστηκε ως Τσακραβαρτίν,
κυρίαρχος των τεσσάρων ηπείρων,
βασίλεψε στη γη και τους ωκεανούς.
Μια μέρα ο καλός βασιλιάς κοιμήθηκε
στο παλάτι με το όνομα Τζινεντραγκόσα.
Στο όνειρό του άκουσε για τις αρετές του Βούδα.
Στη μέση του ονείρου του, είδε καθαρά
τον δάσκαλο του Ντάρμα Ρατνοτσάγυα,
που έλαμπε μέσα στις ακτίνες του ήλιου
και δίδασκε συνεχώς την Βασίλισσα των Σούτρα.
Τότε ο βασιλιάς αυτός ξύπνησε απ τον ύπνο,
και όλο του το σώμα ξεχείλιζε ευχαρίστηση.
Βγήκε έξω απ το παλάτι εκστατικός
και πλησίασε την έξοχη συνάθροιση των μαθητών.
Αφού έκανε προσφορές στους ακόλουθους του Νικητή,
ρώτησε για τον δάσκαλο του Ντάρμα Ρατνοτσάγυα:
‘Που είναι ο μοναχός Ρατνοτσάγυα, ο κάτοχος της αρετής
μέσα σ΄ αυτήν την συνάθροιση της Σάνγκα;’
Εκείνη τη περίοδο ο Ρατνοτσάγυα
είχε καταφύγει σε μια άλλη σπηλιά,
και καθισμένος άνετα, απάγγελνε και στοχαζόταν
στη Βασίλισσα των Σούτρα.
Τότε είδαν τον βασιλιά Ρατνοτσάγυα,
τον μοναχό που διδάσκει το Ντάρμα,
να κάθεται σε άλλο μέρος μέσα στη σπηλιά,
αστράφτοντας από μεγαλοπρέπεια, λάμψη και δόξα.
Εδώ, ο Ρατνοτσάγυα ο δάσκαλος του Ντάρμα
διατηρούσε το βαθύ επίπεδο της βασιλικής δραστηριότητας.
Δίδασκε πάντοτε για την Βασίλισσα των Σούτρα
που ονομάζεται το Ανυπέρβλητο Χρυσό Φως.
Ο βασιλιάς Σουσαμπάβα,
αφού υποκλίθηκε στα πόδια του Ρατνοτσάγυα, είπε τα εξής:
‘Εσύ με το πρόσωπο που μοιάζει της πανσελήνου,
δίδαξέ με την Βασίλισσα των Σούτρα, το Ανυπέρβλητο Χρυσό Φως.’
Ο Ρατνοτσάγυα, δέχτηκε το αίτημά του,
διαβεβαιώνοντας τον βασιλιά Σουσαμπάβα πως θα διδάξει,
και οι θεοί του τρισχιλιόκοσμου
αγαλλίασαν από ευχαρίστηση.
Τότε ο βασιλιάς των ανθρώπων
ράντισε το καθαρό και εξαιρετικά υπέροχο εκείνο μέρος
με πολύτιμο νερό και αρωματισμένο νερό επίσης.
Έρανε το έδαφος με λουλούδια και έστησε ένα θρόνο.
Στόλισε το θρόνο με ομπρέλες,
νικηφόρα λάβαρα και χιλιάδες φούντες,
ράντισε το θρόνο
με πολύχρωμη πούδρα σανταλόξυλου.
Οι θεοί και οι νάγκα, οι ασούρα κι οι κιννάρα,
οι βασιλιάδες γιάκσα και οι μαχοράγκα,
σκόρπισαν στο θρόνο
θεϊκά λουλούδια μανταράβα.
Ασύλληπτα αμέτρητοι ντέβα,
καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια θεοί,
διψασμένοι για Ντάρμα, έραναν τον Ρατνοτσάγυα
καθώς άφηνε τη σπηλιά του, με λουλούδια απ το δέντρο σάλα[21] .
Ο μοναχός Ρατνοτσάγυα που δίδασκε το Ντάρμα,
αφού πλύθηκε καλά και έβαλε καθαρά ρούχα,
πλησίασε εκείνο το θρόνο
και ενώνοντας τα χέρια του υποκλίθηκε.
Οι βασιλείς των θεών, οι θεές και οι θεοί από τον ουρανό ψηλά,
σκορπούσαν λουλούδια μανταράβα και γέμιζαν τον ουρανό
με μουσική που αντηχούσε από πλήθος
εκατοντάδων χιλιάδων οργάνων.
Τότε ο μοναχός Ρατνοτσάγυα που δίδασκε το Ντάρμα,
θυμήθηκε τους εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια Βούδες των δέκα κατευθύνσεων.
Ανέβηκε στο θρόνο και κάθισε εκεί,
μετά γέννησε στη καρδιά του αγάπη για όλα τα όντα.
Το πνεύμα του ελέους εμφανίστηκε μέσα του τέλεια
και δίδαξε τη Σούτρα αυτή στον βασιλιά Σουσαμπάβα.
Ο βασιλιάς ένωσε τα χέρια του, υποκλίθηκε
και ευχαριστήθηκε.
Συγκινημένος με το Ντάρμα, τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα
κι όλο του σώμα γέμισε ευδαιμονία.
Τότε ο βασιλιάς Σουσαμπάβα,
για να τιμήσει αυτή τη Σούτρα,
πήρε στα χέρια του το τσινταμάνι[22] , τον άρχοντα των πετραδιών,
κι έκανε αυτή την αφιέρωση για το όφελος όλων των όντων.
‘Είθε να πέσει στη Τζαμπουντβίπα τώρα,
βροχή από στολίδια των επτά πετραδιών και αμέτρητα πλούτη
που φέρνουν τη γαλήνη και την ευημερία
στα όντα αυτού του κόσμου.’
Λο! Στις τέσσερις ηπείρους
έπεσε βροχή από επτά πετράδια.
Βραχιόλια, περιδέραια και σκουλαρίκια,
καθώς και τροφή, ποτά και ενδύματα.
Ο βασιλιάς Σουσαμπάβα είδε αυτόν τον καταρράκτη
από στολίδια που έπεσε στη Τζαμπουντβίπα
και έθεσε τις γεμάτες πετράδια τέσσερις ηπείρους
υπό την προσταγή του Ρατνασικίν.
Εγώ, ο Τατάγκατα Σακυαμούνι,
ήμουν ο βασιλιάς Σουσαμπάβα,
που εκείνη την ώρα εγκατέλειψα εντελώς
τις τέσσερις ηπείρους και τα στολίδια τους.
Ο Τατάγκατα Ακσόμπια ήταν ο Ρατνοτσάγυα,
ο μοναχός που δίδασκε το Ντάρμα,
αυτός που δίδαξε καλώς
τη Σούτρα αυτή στον βασιλιά Σουσαμπάβα.
Την ώρα εκείνη που άκουσα τη Σούτρα
αγαλλίασα πολύ μ’ αυτό.
Εξ αιτίας αυτής της πολύ ενάρετης πράξης,
της ακρόασης και αγαλλίασης με το Ντάρμα,
απέκτησα αυτό το σώμα με την χρυσή άλω,
που είναι προικισμένο με τα σημάδια εκατοντάδων αρετών.
Είναι όμορφο όταν το βλέπεις και μαγεύει τα μάτια,
δίνει ευχαρίστηση σε χιλιάδες εκατομμύρια θεούς.
Όταν τα όντα το βλέπουν
αποκτούν πάντοτε ένα σώμα χαράς.
Έγινα βασιλιάς Τσακραβαρτίν
για ενενήντα εννέα δισεκατομμύρια κάλπα.
Και για αμέτρητα εκατοντάδες χιλιάδες κάλπα
κυβέρνησα σαν κατώτερος θεός.
Έγινα Σάκρα[23] για αμέτρητα κάλπα
και παρομοίως Μπράχμα με τον γαλήνιο νου.
Βρήκα τις ασύλληπτες δέκα δυνάμεις
των οποίων η έκταση παραμένει αμέτρητη.
Το ίδιο είναι και η συσσώρευση της αρετής
που αποκτήθηκε από την ακρόαση αυτής της Σούτρα και την μετέπειτα αγαλλίαση.
Όπως επιθυμούσα, ολοκλήρωσα την τέλεια αφύπνιση.
Πραγμάτωσα το ανυπέρβλητο σώμα του νταρμακάγια.
‘Έτσι τελειώνει το δέκατο τρίτο κεφάλαιο, το Κεφάλαιο για τον Σουσαμπάβα από τη Βασίλισσα των Ένδοξων Σούτρα, το Ανυπέρβλητο Χρυσό Φως.

