Κεφάλαιο 21
Το Καταληκτικό Κεφάλαιο
Τότε ακριβώς, η ευγενής θεά Μποντισατβασαμουτσάγυα, επαίνεσε τον Τατάγκατα:
Υποκλίνομαι στον Βούδα, που κατέχει ένα τέλεια απροσμέτρητο νου
και είναι κύριος ενός τέλεια αψεγάδιαστου Ντάρμα.
Γνωρίζει τέλεια την ύπαρξη κι τη μη ύπαρξη,
ο ανυπέρβλητος νους του είναι απαλλαγμένος από τις ατραπούς του αρνητικού κάρμα.
Πόσο θαυμαστό! Το μεγαλείο του Βούδα είναι απεριόριστο.
Πόσο θαυμαστό! Σαν τον ωκεανό και το όρος Σουμερού.
Πόσο θαυμαστό! Το πεδίο της δραστηριότητας του Βούδα είναι ατέλειωτο.
Ο Βούδας είναι σπάνιος σαν το άνθος ουντουμπάρα.
Πόσο αξιοθαύμαστα ελεήμων είναι ο Τατάγκατα-
ο κολοφώνας των βασιλιάδων Σάκυα, ο ήλιος ανάμεσα στους άρχοντες των ανθρώπων-
που μας δίδαξε μια ανυπέρβλητη Σούτρα σαν κι αυτήν
για να γαλουχήσει και να οδηγήσει τα όντα!
Με γαλήνιες τις αισθήσεις του, ο Τατάγκατα Σακυαμούνι
μπήκε στη πόλη της γαλήνης, την ανυπέρβλητη.
Τόσο βαθιά, γαλήνια και καθαρή είναι η συγκέντρωσή σου,
διαμένεις στο πεδίο της εμπειρίας των Νικηφόρων Βούδα.
Τα σώματα των Σράβακα είναι κενά,
ο πιο ανυπέρβλητος των δίποδων διαμένει επίσης στην κενότητα.
Καθώς αυτά τα φαινόμενα είναι κενά από τη φύση τους,
αυτοί που στερούνται κενής φύσης δεν υπάρχουν καθόλου.
Αταλάντευτα και σταθερά θυμάμαι τον Νικητή.
Αδημονώ πάντοτε να κοιτάξω τον Βούδα.
Ακατάπαυστα και διακαώς προσεύχομαι
να ρίξω μια ματιά στον πλήρως φωτισμένο ήλιο Τατάγκατα.
Γονατίζω συνεχώς στη γη
κι με θλιμμένη δίψα, λαχταρώ τον Νικητή.
Λυπημένη κλαίω για τον Ηγέτη.
Παραμένω με μεγάλη δίψα για του Σουγκάτα τη μορφή.
Αδιάκοπα καίγομαι με τη φωτιά της αγωνίας,
χορήγησέ μου το δροσερό νερό της όψης σου.
Βούδα εσύ, δράσε με έλεος για μένα.
Δώσε μου το δώρο της παρουσίας σου.
Βασανίζομαι από δίψα για την ανυπέρβλητη μορφή σου.
Ικανοποίησέ με μέ το νερό του ελέους σου.
Είσαι το καταφύγιο για όλα τα όντα, συμπεριλαμβανομένων και των θεών.
Τα σώματα των Σράβακα είναι κενά.
Όλα τα όντα από τη φύση τους είναι σαν το όνειρο.
Σαν το διάστημα και τη φύση του διαστήματος,
σαν ψευδαίσθηση, σαν οφθαλμαπάτη ή το νεροφέγγαρο,
Βούδα εσύ, είσαι προικισμένος με τη μεγάλη κενότητα.
Τότε ο Τατάγκατα σηκώθηκε από τη θέση του και μίλησε με φωνή σαν του Μπράχμα: «Άριστα, ευγενική θεά! Και πάλι άριστα!»
Αφού είπε αυτά ο Τατάγκατα, οι Μποντισάτβα οδηγούμενοι από την ευγενική θεά Μποντισατβασαμουτσάγυα, οι κόρες των θεών όπως η ευγενική θεά Σαρασβάτι, το πλήθος των θεαινών όπως η θεά Σρι, οι βασιλείς θεοί όπως ο Βαϊσραβάνα, ολόκληρη η συνάθροιση και το πλήθος των θεών, των ανθρώπων, των ασούρα, των γκαντάρβα, των κινάρα, των μαχοράγκα κλπ., αγαλλίασαν και επαίνεσαν πολύ το λόγο του Τατάγκατα.
Έτσι τελειώνει το εικοστό πρώτο κεφάλαιο, το Καταληκτικό Κεφάλαιο από τη Βασίλισσα των Ένδοξων Σούτρα, το Ανυπέρβλητο Χρυσό Φως.
Η Βασίλισσα των Ένδοξων Σούτρα, το Ανυπέρβλητο Χρυσό Φως ολοκληρώθηκε.

