No module Published on Offcanvas position

 

 

Βασίλισσα των Ένδοξων Σούτρα, το Δοξασμένο Ανυπέρβλητο Χρυσό Φως

Περιεχόμενα

Κεφάλαιο 18ο

Το κεφάλαιο για την τίγρη

 

«Επιπλέον ευγενική θεά, ένας Μποντισάτβα δίνει ακόμα και το σώμα του και τη ζωή του για να βοηθήσει τους άλλους. Πως γίνεται αυτό;

 

«Ο Τατάγκατα με τη συνοδεία χιλίων μπίκσου-προβάλλοντας λαμπερές ακτίνες εκατοντάδων καθαρών και απέραντων ιδιοτήτων προς τον ουρανό και τη γη, κατέχοντας τη δύναμη που εξαφανίζει τους αντιπάλους με την ανεμπόδιστη σοφία, διόραση και δύναμη-περνώντας από τα μέρη των Παντσάλα[24] , έφτασαν σ’ ένα δάσος. Εκεί είδε μια περιοχή με πλούσια βλάστηση, γεμάτη πράσινο μαλακό χορτάρι και στολισμένη με διάφορα αρωματικά λουλούδια των λιβαδιών. Βλέποντάς το αυτό, ο Τατάγκατα είπε στον Σεβάσμιο Ανάντα: ‘Αυτό το μέρος Ανάντα, είναι όμορφο. Έχει το σημάδι πως είναι τόπος διδασκαλίας του Ντάρμα. Βάλε ένα κάθισμα για τον Τατάγκατα.’

 

Ένα κάθισμα στήθηκε σύμφωνα με την οδηγία του Τατάγκατα. Αφού το κάθισμα φτιάχτηκε, ο Ανάντα είπε στον Τατάγκατα:

Το κάθισμα φτιάχτηκε, Υπερβατικέ Νικητή, επικεφαλής και ανώτερε μεταξύ των διπόδων.

Απελευθερώνεις τα όντα από τα δεσμά και απονέμεις το ύψιστο όφελος στους ανθρώπους.

Κάθισε και είθε για το όφελος των ανθρώπων

να δώσεις το νέκταρ του ανυπέρβλητου λόγου σου.

 

«Τότε ο Τατάγκατα κάθισε στο κάθισμα και απευθυνόμενος στους μπίκσου είπε: ‘Θέλετε να δείτε τα λείψανα ενός Μποντισάτβα που πραγματοποίησε άθλους δύσκολους να εκτελεστούν;’

 

Μετά απ’ αυτά που τους είπε, οι μπίκσου απάντησαν στον Τατάγκατα:

 

Ανυπέρβλητε Σοφέ, κατάλληλη είναι η στιγμή για να δούμε τα λείψανα εκείνου,

του άριστου μεταξύ των ανθρώπων, που κατέχει τις απροσμέτρητες ιδιότητες

απέραντης υπομονής, σθένους και σοφίας,

που απολαμβάνει τη γαλήνη, έχει ταπεινοφροσύνη και επαγρύπνηση. Πες μας λοιπόν.

 

«Τότε ο Τατάγκατα χτύπησε την επιφάνεια της γης με το χέρι του, που είχε παλάμη μαλακή σαν τον φρεσκοανθισμένο λωτό με τον τροχό με τις χίλιες ακτίνες. Τη στιγμή που την χτύπησε η γη σείστηκε με έξι τρόπους και εκεί εμφανίστηκε μια στούπα από ασήμι, χρυσό και πετράδια. Τότε ο Τατάγκατα είπε στον Σεβάσμιο Ανάντα: ‘Ανάντα άνοιξε τη στούπα.’ Ακολουθώντας τις οδηγίες αυτές, ο Σεβάσμιος Ανάντα άνοιξε τη στούπα. Μέσα της είδε ένα πιθάρι καλυμμένο με χρυσό και ψηφίδες από πετράδια και μαργαριτάρια. Αφού τα είδε είπε στον Τατάγκατα, ‘ Υπάρχει ένα πιθάρι από χρυσό Υπερβατικέ Άρχοντα.’ Ο Τατάγκατα είπε, ‘ Άνοιξε αυτά τα επτά πιθάρια.’ Κι αυτός τα άνοιξε. Είδε λείψανα στο χρώμα του χιονιού και του λευκού κρίνου. Αφού τα είδε ο Σεβάσμιος Ανάντα είπε στον Τατάγκατα, ‘Υπερβατικέ Άρχοντα υπάρχουν λείψανα.’ Τότε ο Τατάγκατα είπε, ‘Ανάντα φέρε εδώ τα λείψανα του μεγάλου αυτού όντος.’ τότε ο Σεβάσμιος Ανάντα πήρε τα λείψανα και τα έφερε στον Τατάγκατα. Παίρνοντας τα λείψανα στα χέρια του ο Τατάγκατα είπε στους χίλιους μπίκσου:

 

Αυτά είναι τα κόκκαλα κάποιου που ήταν προικισμένος με εξαίρετη αρετή και ανώτερη διανόηση, ταπεινοφροσύνη, διαλογισμό, ευδαιμονία μέσω της υπομονής και ανυπέρβλητη φήμη. Αυτού που διαρκώς επιδίωκε τη σοφία της φώτισής του.

Με ευφυΐα και σταθερά χαρούμενο ζήλο,

χαιρόταν πάντοτε να προσφέρει.

 

«Έπειτα ο Τατάγκατα είπε στους χίλιους μπίκσου: ‘Μπίκσου εσείς, αποδώστε τιμή στα λείψανα αυτού του Μποντισάτβα που είναι φορτισμένα πλήρως με την ηθική και τις ιδιότητες, που είναι πεδίο αρετής και εξαιρετικά σπάνιο να αντικρίσεις.’ Μετά, με τα χέρια ενωμένα και τη καρδιά γεμάτη ευχές, οι μοναχοί απέδωσαν τιμές στα λείψανα.

 

Έπειτα Σεβάσμιος Ανάντα με τα χέρια ενωμένα, είπε στον Τατάγκατα: ‘Ο Τατάγκατα, ο Υπερβατικός Νικητής είναι ανώτερος όλων στο κόσμο και τιμάται από όλα τα όντα. Γιατί ο Τατάγκατα τιμά αυτά τα λείψανα;»

 

« Τότε ο Τατάγκατα απάντησε στον Σεβάσμιο Ανάντα: ‘Λόγω αυτών των λειψάνων Ανάντα, αφυπνίστηκα γρήγορα στην απαράμιλλη υπέρτατη Φώτιση. Πριν από πάρα πολύ καιρό Ανάντα, υπήρχε ο βασιλιάς Μαχαράτα που κατείχε άρματα, μεγάλη δύναμη και νικούσε τους αντιπάλους του με την ανεμπόδιστη ισχύ και δύναμή του. Είχε τρεις γιους, που ήταν σαν τους γιούς των θεών: τον Μαχαπρανάντα, τον Μαχαντέβα και τον Μαχασάτβα.

 

«Μια μέρα ο βασιλιάς πήγε σ’ ένα πάρκο για να αθληθεί. Μαγεμένοι από την ομορφιά του πάρκου, οι πρίγκιπες έτρεχαν τριγύρω για να βρουν λουλούδια κι έτσι μπήκαν στο μεγάλο δάσος Ντβαντα σαβαναγκούλμα. Ενώ οι πρίγκηπες έτρεχαν εκεί γύρω, οι υπηρέτες τους σχόλασαν και έφυγαν. Οι πρίγκιπες μπήκαν στα πυκνά δώδεκα δάση εκείνου του πλήρως προστατευόμενου δασικού καταφυγίου. Τότε ο Μαχαπρανάντα είπε στα αδέλφια του: Η καρδιά μου γέμισε φόβο. Μπορεί να μας σκοτώσουν τα άγρια ζώα. Ας είμαστε κοντά.’ Ο Μαχαντέβα είπε: ‘Εγώ δεν φοβάμαι, ανησυχώ όμως μην ξεμακρύνω από τους αγαπημένους μου.’ Ο Μαχασάτβα είπε:

 

Εδώ στην μοναξιά του δάσους που αναγνώρισαν οι προφήτες,

δεν έχω ανησυχία ούτε φόβο.

η καρδιά μου έχει μεγάλη χαρά

στη σκέψη πως μπορεί να υπάρξει ευκαιρία για απέραντο και μεγάλο όφελος.

 

Στη συνέχεια, καθώς οι πρίγκιπες περπατούσαν στο δάσος Ντβαντα σαβαναγκούλμα, είδαν μια τίγρη που είχε γεννήσει τη προηγούμενη βδομάδα, με τα μικρά της γύρω. Ήταν πεινασμένη, διψασμένη και λιμοκτονούσε. Το σώμα της ήταν πολύ αδύναμο. Βλέποντάς της ο Μαχαπρανάντα είπε: « ‘Αλίμονο! Θα έχουν περάσει έξι ή επτά μέρες που αυτή η φουκαριάρα γέννησε. Δεν βρήκε καθόλου φαγητό γι αυτό ή θα πεθάνει από την πείνα ή θα φάει τα ίδια της τα μικρά.’ »

 

« ‘Ο Μαχασάτβα είπε, «Ποια είναι η τροφή που τρώει η κακομοίρα;»

 

« ‘Ο Μαχαπρανάντα απάντησε, «εδώ λένε, πως το φρέσκο κρέας και το ζεστό αίμα είναι η κατάλληλη τροφή για τις τίγρεις, τις αρκούδες, τις ύαινες και τα λιοντάρια.»

 

« ‘Ο Μαχαντέβα είπε, «Δεν έχει πολύ ζωή ακόμα αυτό το κακόμοιρο ζώο, το σώμα της είναι ταλαιπωρημένο από την πείνα και τη δίψα.. είναι πολύ αδύναμη και δεν μπορεί να αναζητήσει τροφή. Ποιος θα θυσιάσει τη ζωή του για να τη σώσει;»

 

« ‘Ο Μαχαπρανάντα είπε: «Αγαπημένοι φίλοι, η προσφορά του σώματος είναι τρομακτικός άθλος.»

 

« ‘Ο Μαχασάτβα είπε: ‘Για ανθρώπους σαν και μας με αδύναμο νου και μεγάλη προσκόλληση στο σώμα είναι πράγματι πολύ δύσκολος ένας τέτοιος άθλος. Όμως τα μεγάλα όντα, προσφέρουν τέλεια το σώμα τους και με θάρρος αγωνίζονται για το όφελος των άλλων.

 

Επιπλέον οι Άρυα, με τη στοργική αγάπη και το έλεος

που θεωρούν πως απλά απόκτησαν αυτό το σώμα στα ουράνια πεδία ή σ’ αυτήν τη γη,

που είναι χαρούμενοι και πρόθυμοι να σώσουν τη ζωή των άλλων,

έχουν σταθερότητα και εκατό είδη ελέους.

 

« ‘Ο νεαρός πρίγκιπας πολύ στεναχωρημένος κοίταξε τη τίγρη για αρκετή ώρα χωρίς να βλεφαρίσει και μετά έφυγε. Τότε ο Μαχασάτβα σκέφτηκε: «Ήρθε η ώρα να δώσω το σώμα μου. Γιατί;

Αν και έχω διαφυλάξει για καιρό το σάπιο αυτό σώμα, υποκείμενο της φθοράς και του θανάτου,

δίνοντάς του φαγητό και ποτό, ρούχα, οχήματα και πολυτελή κρεβάτια,

τελικά είναι καταδικασμένο στην αποσύνθεση και στη συμφορά.

Το σώμα αυτό δεν έχει άλλο σκοπό εκτός από το να εγκαταλείψει την άγνωστη φύση του.

 

«Επιπλέον, αφού είναι εντελώς ακάθαρτο, δεν θα διαρκέσει. Γι αυτό πρέπει να του δώσω ένα ευγενές τέλος. Έτσι θα γίνει για μένα το πλοίο που θα διασχίσει τον ωκεανό του θανάτου και της επαναγέννησης.

 

Επιπλέον, δίνοντας το σώμα αυτό με τις εκατοντάδες σαν αποστήματα υπάρξεις,

το γεμάτο με κόπρανα και ούρα, που δεν έχει πυρήνα κι είναι σαν αφρός, που είναι στήριγμα για εκατοντάδες σκουλήκια, που θα πάει χαμένο ότι έχει πετύχει,

θα επιτύχω την άχρονη κατάσταση του νταρμακάγια, που είναι απαλλαγμένο από τις μολυσμένες συσσωρεύσεις,

που δεν έχει θλίψη, είναι προικισμένο με σαμάντι και γεμάτο εκατοντάδες άψογες ιδιότητες.

 

« ‘Με καρδιά γεμάτη ανυπέρβλητο έλεος και αποφασιστικότητα, ζήτησε από τους αδελφούς του να τον αφήσουν: «Εσείς οι δυο μπορείτε να φύγετε. επιστρέφω στο Ντβαντα σαβαναγκούλμα για κάτι προσωπικό.» Τότε ο πρίγκιπας Μαχασάτβα, αφήνοντας το μέρος εκείνο του δάσους, επέστρεψε στο μέρος που βρισκόταν η τίγρης. Κρέμασε τα ρούχα του σ’ ένα αναρριχητικό φυτό και προσευχήθηκε:

 

Είθε να επιτύχω την γαλήνη της απαράμιλλης Φώτισης για το όφελος των περιπλανώμενων όντων.

Με σταθερό και ελεήμονα νου, δίνω αυτό το σώμα που δύσκολα εγκαταλείπουν οι άλλοι.

Είθε να επιτύχω την αψεγάδιαστη, ανεκτίμητη Φώτιση που τόσο έντονα αποζητούν οι Μποντισάτβα.

Θα απελευθερώσω τα όντα του τρισχιλιόκοσμου από τον μεγάλο φόβο του ωκεανού της ύπαρξης.

 

« ‘Τότε ο Μαχασάτβα ξάπλωσε μπροστά στην τίγρη, αλλά η τίγρης δεν έκανε τίποτε στον ελεήμονα Μποντισάτβα. Ο Μποντισάτβα σκέφτηκε: «Αλλοίμονο! Είναι τόσο αδύναμη και ανήμπορη!» Σηκώθηκε και έψαξε να βρει κάποιο αιχμηρό όπλο αλλά δεν βρήκε. Κρατώντας ένα δυνατό κλαδί από εκατόχρονο μπαμπού, έκοψε τον λαιμό του και έπεσε μπροστά στην τίγρη. Όταν ο Μποντισάτβα έπεσε, η γη σείστηκε με έξι τρόπους, σαν το καράβι που το σφυροκοπά ο άνεμος καταμεσής της θάλασσας. Δεν έλαμπαν οι ακτίνες του ήλιου σαν να τις είχε πιάσει ο Ράχου. Τα λουλούδια ανακατεύτηκαν με ουράνια αρώματα και έπεσαν πούδρες. Τότε μια θεά που είχε κατακλυστεί από έκπληξη, επαίνεσε τον Μποντισάτβα:

 

Ευγενή εσύ που κρατάς όλα τα όντα στο έλεός σου,

εδώ που έδωσες με χαρά το σώμα σου, ήρωα μεταξύ των ανθρώπων,

γρήγορα και χωρίς δυσκολία θα βρεις την πρωταρχική γαλήνη,

την γαλήνια υπέρτατη κατάσταση που δεν έχει τον πόνο της γέννησης και του θανάτου.

 

« ‘ Έπειτα γλύφοντας το αιματοβαμμένο σώμα του Μποντισάτβα, η τίγρης έφαγε το κρέας και το αίμα του μέχρι το κόκκαλο.

 

« ‘Ο Μαχαπρανάντα καθώς ένιωσε τον σεισμό, είπε στον Μαχαντέβα:

 

Ο τρόπος που σείστηκε η γη με τις θάλασσές της

έως και τους ωκεανούς στις δέκα κατευθύνσεις,

ο τρόπος που ο ήλιος έχασε τις ακτίνες του και η βροχή των λουλουδιών,

κάνει το νου μου ανήσυχο, ο αδελφός μου έχει δώσει το σώμα του.

 

« ‘Ο Μαχαντέβα είπε:

 

Αν σκεφτώ τα λόγια του ελέους που είπε

και τον τρόπο που επίμονα κοιτούσε την τίγρη-

την ταλαιπωρημένη από τη δυστυχία και την αδυναμία,

που παραλίγο να έτρωγε τα μικρά της, ανησυχώ κι εγώ.

 

« ‘Τότε οι πρίγκιπες, δακρυσμένοι και μεγάλη στεναχώρια επέστρεψαν εκεί που βρισκόταν η τίγρης. Είδαν τα ρούχα του που κρέμονταν από τα κλαδιά των μπαμπού, τα ματωμένα κόκκαλα του σκορπισμένα τριγύρω και τα μαλλιά του στις δέκα κατευθύνσεις. Βλέποντάς τα αυτά λιποθύμησαν και έπεσαν πάνω στη σορό. Αφού συνήλθαν μετά από κάποια ώρα, σήκωσαν τα χέρια τους και με απεγνωσμένη φωνή είπαν:

 

Αλλοίμονο, ο αγαπημένος μας αδελφός!

Ο βασιλιάς μα και η μητέρα μας ήταν πολύ αφοσιωμένη στον γιο τους.

Η μητέρα μας θα ρωτήσει σίγουρα, ‘Που αφήσατε τον τρίτο από σας,

αυτόν με τα μεγάλα σαν πέταλα λωτού μάτια.’

Αλλοίμονο! Για μας τους δυο σε αυτό το μέρος του δάσους,

η ζωή δεν είναι τόσο καλή όσο ο θάνατος.

Αφού χάσαμε τον Μαχασάτβα, πως θα ενδιαφερθούν για μας οι γονείς μας;

 

« ‘Έπειτα, αφού θρήνησαν με πολλούς τρόπους, οι δυο νεαροί πρίγκιπες έφυγαν. Οι υπηρέτες τους τρέχοντας σε όλες τις κατευθύνσεις αναζητώντας τους πρίγκιπες, τους είδαν και τους ρώτησαν: «Τι συνέβη πρίγκιπες, τι συνέβη;»

 

« ‘Εκείνη την ώρα η βασίλισσα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Είχε ένα όνειρο που έδειχνε αποχωρισμό από έναν αγαπημένο. Τα δυο της στήθη ήταν κομμένα και τα δόντια της ήταν βγαλμένα. Βρήκε τρία τρομαγμένα περιστέρια που το ένα το άρπαξε ένα γεράκι. Τρομαγμένη από τον σεισμό, η βασίλισσα ξύπνησε απότομα και σκέφτηκε:

 

Γιατί το στήριγμα των όντων, το ντυμένο με ωκεανούς σείστηκε τόσο βίαια;

Του ήλιου κλέψαν τις ακτίνες, φανερώνοντας τη θλίψη στη καρδιά μου.

Στο όνειρο είχα αδύναμο σώμα, τα μάτια μου έτρεμαν, τα στήθια μου ήταν κομμένα.

Αναρωτιέμαι αν οι γιοί μου που πήγαν στο δάσος να παίξουν είναι καλά.

 

« ‘Την ώρα που η βασίλισσα είχε αυτές τις σκέψεις, μπήκε μια νεαρή υπηρέτρια. Στεναχωρημένη, είπε στη βασίλισσα: «Μητέρα, οι συνοδοί των πριγκίπων, αναζητούν τον πρίγκιπα. Ακούστηκε πως ο αγαπημένος σου γιος πέθανε!» Όταν άκουσε αυτά τα λόγια, με τρεμάμενη καρδιά και μάτια γεμάτα δάκρυα, η βασίλισσα πλησίασε τον βασιλιά! «Άρχοντα, άκουσα πως ο αγαπημένος μου γιός πέθανε.» Ο βασιλιάς ήταν αλλόφρων. Με τρεμάμενη καρδιά είπε, «Έχασα τον αγαπημένο μου γιό.»

 

« ‘ Για να παρηγορήσει τη βασίλισσα, ο βασιλιάς είπε: «Μη θρηνείς καλή μου βασίλισσα. Τώρα αμέσως θα ψάξω για τον πρίγκιπα.» Φεύγοντας είδε να συγκεντρώνεται μια ομάδα ανθρώπων. Τότε είδε τους δυο πρίγκιπες να καταφθάνουν από μακριά. Βλέποντάς τους ο βασιλιάς φώναξε: «Έρχονται οι πρίγκιπες αλλά όχι κι οι τρείς τους. Αλλοίμονο, είναι μαρτύριο να θρηνεί κανείς ένα γιο.

 

Για κάποιον, η χαρά της απόκτησης ενός γιού

δεν ισοδυναμεί με τον πόνο της απώλειας του γιου, ενός άλλου.

Ευτυχισμένοι δεν είναι εκείνοι οι άντρες που δεν έχουν φέρει στο κόσμο γιούς,

ή εκείνοι που συνάντησαν το θάνατο, με τα παιδιά τους ακόμα ζωντανά;

 

« ‘Συνεπαρμένη από την οδύνη η βασίλισσα , έβγαλε μια κραυγή απελπισίας σαν μια καμήλα που χτυπήθηκε στο ζωτικό της σημείο:

 

Αν κι οι τρεις γιοί μου μαζί με τη συνοδεία από τους υπηρέτες τους

μπήκαν στο δάσος για να καθαρίσουν τη φορτωμένη από λουλούδια βλάστηση

ο μικρός μου αγαπημένος γιος δεν επέστρεψε.

Που είναι ο μικρός μου γιος, που είναι σαν τη καρδιά μου;

 

« ‘Όταν πλησίασαν οι δυο πρίγκιπες, ο βασιλιάς ρώτησε, ‘Που είναι ο μικρότερος;’

 

« ‘Χτυπημένοι απ την λύπη, τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα. Με το στόμα στεγνό δεν είπαν τίποτα. Η βασίλισσα ρώτησε: ‘Που είναι ο μικρός μου γιος; Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σκάσει. Το σώμα μου νοιώθει αβάσταχτο πόνο. Ο νους μου καταρρέει. Μιλήστε αμέσως.’

 

« ‘Τότε, τα δυο παιδιά είπαν αυτό που είχε γίνει. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τα έχασαν μόλις άκουσαν τι είχε γίνει. Όταν συνήλθαν, έκλαψαν οικτρά και πήγαν σ’ εκείνο το μέρος. Βλέποντας τα κόκκαλα χωρίς τη σάρκα, το αίμα ή τους μύες και τα μαλλιά σκορπισμένα τριγύρω, βασιλιάς και βασίλισσα έπεσαν στο έδαφος σαν τα δέντρα που τα ρίχνει ο αέρας. Ο ιερέας και οι υπουργοί που ήταν μάρτυρες αυτών των γεγονότων, συνέφεραν και δρόσισαν τα σώματα του βασιλιά και της βασίλισσας με αλοιφή από σανταλόξυλο Μαλάγυα[25] . Όταν συνήλθε ο βασιλιάς, θρήνησε με αυτά τα λόγια:

 

Αλλοίμονο! Αγαπημένε γιε, πρόσχαρε και τρυφερέ,

γιατί πήγες στο βασίλειο του θανάτου τόσο γρήγορα;

Γιατί αντί για σένα, δεν πήρε εμένα ο θάνατος;

Ποτέ μου δεν ένοιωσα μεγαλύτερο πόνο.

 

« ‘Με λερωμένα μαλλιά, χτυπώντας το στήθος της, η βασίλισσα έκλαιγε οικτρά. Χτυπιόταν στο έδαφος όπως το ψάρι που το ρίχνουν στη στεγνή γη, όπως το θηλυκό βουβάλι που αποχωρίζεται το μικρό του, όπως την καμήλα που έχασε το νεογνό της:

 

Αλλοίμονο! Ποιος σύνθλιψε και σκόρπισε στη γη

τον αγαπημένο μου γιο, αυτόν τον λωτό, τον πιο αγαπημένο;

Ποιος δικός μου εχθρός σήμερα σ’ αυτή τη γη

έσφαξε τον φεγγαροπρόσωπο γιο μου με τα χαριτωμένα μάτια.

 

Αλλοίμονο! Βλέποντας τον καλύτερο απ’ τους γιους σφαγμένο στο έδαφος

πως και δεν καταρρέει αυτό το σώμα;

Η καρδιά μου είναι φτιαγμένη από πέτρα.

Δεν ραγίζει απ αυτόν τον τραγικό πόνο.

Σήμερα στ’ όνειρό μου, τα στήθια μου είχε κόψει ένα ξίφος,

τα δόντια μου είχαν βγει απ το στόμα μου.

Και σήμερα αίφνης δεν υπάρχει ο γιος μου.

Όπως το ένα περιστέρι από τα τρία που το άρπαξε το γεράκι,

σήμερα είχα γύρω μου τρεις γιους, όμως τον ένα γράπωσε ο θάνατος.

Αλλοίμονο! Ο καρπός του αρνητικού μου ονείρου, έγινε πραγματικότητα!

 

« ‘Έπειτα βασιλιάς και βασίλισσα θρήνησαν με πολλούς τρόπους. Περιτριγυρισμένοι από μεγάλο πλήθος, έβγαλαν τα κοσμήματά τους, υποκλίθηκαν στα απομεινάρια του γιου της και τα τοποθέτησαν σ’ εκείνο το μέρος.

 

«Αν νομίζεις Ανάντα πως ο νεαρός πρίγκιπας Μαχασάτβα τότε ήταν άλλος, μην το βλέπεις έτσι. Γιατί; Επειδή τότε, εγώ ήμουν ο νεαρός πρίγκιπας Μαχασάτβα. Ακόμα και τότε Ανάντα, που δεν ήμουν τελείως απαλλαγμένος από την άγνοια, το μίσος και την επιθυμία, έσωζα τα όντα από την δυστυχία των κολάσεων. Τώρα που είμαι απαλλαγμένος από κάθε αδυναμία και έχω φτάσει στην τελειότητα της Φώτισης, πόσο πιο πολύ θέλω να απελευθερωθούν όλα τα όντα; Επομένως, για χάρη ενός και μόνο όντος, παρέμεινα ευχαρίστως στα πεδία των κολάσεων για κάλπα. Έχω απελευθερώσει τα όντα εντελώς από τον κύκλο των γεννήσεων. Με την πιο εξαίσια καρδιά, βοήθησα τα όντα και έκανα πολλούς και διάφορους δύσκολους άθλους.»

 

«Έπειτα ο Τατάγκατα είπε τους ακόλουθους στίχους:

 

Ενόσω αναζητούσα την τέλεια Φώτιση,

για πολλά κάλπα έδινα το σώμα μου.

Όπως όταν ήμουν βασιλιάς ή πρίγκιπας,

έτσι έδινα ολοκληρωτικά το σώμα μου.

 

Καθώς θυμάμαι τις προηγούμενες γεννήσεις μου,

υπήρχε κάποτε ο βασιλιάς Μαχαράτα

που είχε ένα πολύ γενναιόδωρο γιο

τον Μαχασάτβα, τον έξοχο.

 

Ο Μαχασάτβα είχε δυο αδέλφια,

τον Μαχαπρανάντα και τον Μαχαντέβα.

Αυτά τα αδέλφια περπατούσαν σ’ ένα πυκνό δάσος

και είδαν μια τίγρη που τη βασάνιζε η πείνα.

 

Το έλεος του Μαχασάτβα γι αυτό το ον ήταν αγωνιώδες:

‘Είναι τόσο εξαντλημένη αυτή η τίγρις από την πείνα και τη δίψα

που σίγουρα θα φάει τα ίδια της τα μικρά.

Γι αυτό θα της προσφέρω το σώμα μου.’

Ο Μαχασάτβα, ο γιος του Μαχαράτα,

είδε την εξαντλημένη τίγρη και τα μικρά της.

Έχοντας σκέψη ελέους για να τα σώσει

έπεσε στη πλαγιά του βουνού.

 

Η γη και τα βουνά της σείστηκαν-

σκόρπισαν τα σμήνη των πουλιών,

τρομοκρατήθηκαν τα κοπάδια των ελαφιών –

και το σκοτάδι τύλιξε τον κόσμο αυτό.

 

Τα δυο του αδέλφια, ο Μαχαπρανάντα και ο Μαχαντέβα

τον αναζήτησαν στο μεγάλο δάσος.

Δεν βρήκαν όμως τον Μαχασάτβα,

κι απερίσκεπτα έφυγαν.

 

Συνεπαρμένοι από τη λύπη και με πονεμένη καρδιά,

περιπλανήθηκαν στο δάσος.

Δάκρυα έτρεχαν στα πρόσωπά τους

καθώς γύρευαν τον αδελφό τους.

 

Ο Μαχαπρανάντα και ο Μαχαντέβα, οι δυο νεαροί πρίγκιπες

έφτασαν στο μέρος που βρισκόταν η εξαντλημένη τίγρη.

Είδαν την τίγρη και τα μικρά της,

το στόμα τους ήταν σκεπασμένο με αίμα.

 

Στο έδαφος υπήρχαν μερικές σταγόνες αίμα,

κάποια κόκκαλα και τρίχες ήταν σκορπισμένα εκεί γύρω.

Όταν οι δυο πρίγκιπες είδαν τη γη που ήταν βαμμένη με αίμα,

έχασαν τα λογικά τους, έμειναν άναυδοι.

Λιποθύμησαν κι έπεσαν στο έδαφος,

το σώμα τους σκέπασε η σκόνη και το χώμα.

 

Η ακολουθία από υπηρέτες

θρηνούσε κι αυτή και είχαν μεγάλη στενοχώρια.

Τους δρόσισαν με νερό,

και με τα όπλα υψωμένα, έκλαψαν.

 

Η πολυαγαπημένη βασίλισσα,

η μάνα που τον γέννησε,

καθόταν χαλαρή στο παλάτι,

με τη συντροφιά πεντακοσίων γυναικών.

 

Τη στιγμή που πέθανε, απ το στήθος της έτρεξε γάλα

που αμέσως μετατράπηκε σε αίμα.

Ένοιωσε οξείς πόνους στο σώμα και τα άκρα της

σαν να την τρύπαγαν με καρφίτσες.

Είχε βαθιά θλίψη, τα βέλη της θλίψης την τρυπούσαν.

Με τη καρδιά γεμάτη λύπη, πλησίασε τον βασιλιά.

Κλαίγοντας αξιολύπητα μπροστά στον βασιλιά

είπε στον Βασιλιά Μαχαράτα:

‘Άκουσέ με Βασιλιά, άρχοντα των ανθρώπων:

το σώμα μου φλέγεται απ τη φωτιά της θλίψης,

το γάλα που έτρεχε από την άκρη του στήθους μου

έγινε αμέσως αίμα.

 

Το σώμα μου νοιώθει σαν να τρυπιέται από βελόνες,

η καρδιά μου πάει να σκάσει.

Αυτά είναι σημάδια πως δεν θα δω τους γιους μου πάλι.

Αυτή είναι η μοίρα των παιδιών μου.

 

Έσω ελεήμων και δώσε μου τη ζωή μου.

Σήμερα στο όνειρό μου, είδα τρία νεαρά περιστέρια

το ένα περιστέρι, το μικρότερο παιδί μου- το γλυκό κι ευγενικό-

το άρπαξε ένα γεράκι εκεί.

 

Η θλίψη από αυτά τα όνειρα μπήκε στη καρδιά μου.

Το μυαλό μου καίει η αγωνία.

Αυτή είναι η μοίρα των παιδιών μου.

Σύντομα θα υποκύψω στη θλίψη.

Συμπονετικέ εσύ, δώσε μου τη ζωή μου.’

 

Αφού μίλησε, η βασίλισσα

λιποθύμησε κι έπεσε στο έδαφος.

Δεν είχε τις αισθήσεις της, ούτε τη μνήμη της

ούτε μπορούσε να σκεφτεί.

 

Βλέποντας τη έξοχη βασίλισσα

λιπόθυμη και πεσμένη στο έδαφος,

όλο το πλήθος στο παλάτι αυτό

έκλαψε και έβγαλε απελπισμένες κραυγές.

 

Εκείνη τη στιγμή, ο άρχοντας βασιλιάς

κατακλύστηκε από την απώλεια του γιου του.

Οι υπουργοί και οι υπηρέτες

έτρεξαν προς αναζήτηση του πρίγκιπα.

 

Όλοι οι άνθρωποι της πόλης αυτής

βγήκαν από τα σπίτια τους.

Φωνάζοντας και με δάκρυα στα μάτια

ρωτούσαν για τον Μαχασάτβα:

 

‘Είναι ζωντανός ή νεκρός;

Που πήγε ο Μαχασάτβα;

Θα δούμε σήμερα αυτόν

που είναι τόσο αξιαγάπητος και ευχάριστος;’

 

Αίφνης, ο σιωπηλός άνεμος της θλίψης

αθόρυβα και άγρια,

φύσηξε σ’ όλο το βασίλειο.

Όμως, εξ αιτίας της απεριόριστης μαγείας, υπήρξε ένας οξύς ήχος.

Τότε ο βασιλιάς Μαχαράτα σηκώθηκε,

καταβεβλημένος από το κλάμα και τη θλίψη.

Δρόσισε με νερό την έξοχη βασίλισσα του,

που κείτονταν λιπόθυμη στο πάτωμα.

Η βασίλισσα σηκώθηκε ανακτώντας τις αισθήσεις της.

Αποσβολωμένη ακόμα ρώτησε,

‘είναι ζωντανά ή νεκρά τα παιδιά μου;’

 

Τότε ο βασιλιάς Μαχαράτα

είπε στην επικεφαλής βασίλισσα:

 

‘Οι υπουργοί κι οι υπηρέτες

πήγαν να ψάξουν για τους πρίγκιπες.

Μην αποθαρρύνεσαι στο νου.

Μην έχεις θλίψη στη καρδιά.’

 

Παρηγορώντας τη βασίλισσα μ’ αυτόν τον τρόπο,

ο βασιλιάς Μαχαράτα βγήκε από το βασιλικό παλάτι.

Περιτριγυρισμένος από ομάδα υπουργών

έκλαιγε, με αδύναμο νου

και εξασθενημένο σώμα, τον είχε κατακλύσει η θλίψη.

 

Πολλές εκατοντάδες όντα επίσης

έκλαιγαν με τα δάκρυα να πέφτουν.

Έτρεξαν έξω από την έξοχη πόλη

προς αναζήτηση του νεαρού πρίγκιπα.

 

Βλέποντας τον βασιλιά να βγαίνει από το παλάτι,

τον ακολούθησαν.

Από τη ώρα που ο βασιλιάς έφυγε απ τη πόλη

για να βρει τους αγαπημένους του γιους,

κοίταζε έντονα προς κάθε κατεύθυνση.

 

Είδε έναν άντρα που πήγαινε προς το μέρος του.

Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο και τα άκρα του λερωμένα με αίμα.

Τα ρούχα του ήταν βρώμικα γεμάτα σκόνη,

το πρόσωπό του μουσκεμένο από τα δάκρυα.

 

Μια έντονη στεναχώρια γράπωσε

την καρδιά του βασιλιά Μαχαράτα.

Έκλαψε, το πρόσωπό του γέμισε δάκρυα.

Με τα χέρια υψωμένα, θρήνησε.

 

Τότε, κάποιος υπουργός κατέφθασε

γρήγορα από μακριά.

Πλησιάζοντας τον βασιλιά Μαχαράτα,

τον άρχοντα των ανθρώπων, είπε:

 

‘Άρχοντα των ανθρώπων, μην θλίβεσαι.

Τα χαριτωμένα παιδιά σου είναι ζωντανά!

Σύντομα τα αγαπημένα σου παιδιά

θα σταθούν μπροστά σου.’

 

Ο βασιλιάς συνέχισε τον δρόμο του

και τότε ένας δεύτερος υπουργός τον πλησίασε/

Φορώντας σκονισμένα και νοτισμένα απ τον ιδρώτα ρούχα,

είπε στον βασιλιά δακρυσμένος:

 

‘Μεγάλε βασιλιά, δυο απ τα παιδιά σου είναι ζωντανά,

φλεγόμενος απ τη φωτιά της λύπης.

Βασιλιά μου, ο τρίτος σου γιος αγνοείται.

Η παροδικότητα έπιασε τον Μαχασάτβα.

 

Είδε μια πεινασμένη τίγρη

που πριν λίγο είχε γεννήσει

και επρόκειτο σύντομα να φάει τα μικρά της.

Για αυτά ο νεαρός Μαχασάτβα,

με τη καρδιά γεμάτη έλεος,

αναφώνησε την μεγάλη απόφαση της Φώτισης:

« Θα απελευθερώσω όλα τα όντα. Είθε να πραγματώσω

στο μέλλον την μεγάλη Φώτιση που διακαώς επιζητώ.»

 

Τότε ο Μαχασάτβα πήδηξε στην απότομη πλαγιά,

η αδύναμη τίγρη σηκώθηκε.

Τρώγοντας γρήγορα τις σάρκες του

άφησε το σώμα του πρίγκιπα με λίγα κόκκαλα.’

 

Ακούγοντας αυτά τα τρομερά λόγια,

ο νους του κατέρρευσε.

Ο βασιλιάς Μαχαράτα λιποθύμησε κι έπεσε στο έδαφος.

Η φλόγα της λύπης του έκαιγε συνεχώς.

Συνεπαρμένοι από τη θλίψη, οι υπουργοί και οι συνοδοί

έκλαιγαν κι αυτοί οικτρά.

Τον δρόσισαν με νερό και θρήνησαν με τα χέρια υψωμένα.

 

Τότε ο τρίτος υπουργός είπε στον βασιλιά:

‘Σήμερα είδα τους δυο πρίγκιπες

στο μεγάλο δάσος, πεσμένους στο έδαφος.

Είχαν λιποθυμήσει, τα είχαν χάσει.

 

Τους δροσίσαμε με μπόλικο νερό

μέχρι να συνέλθουν και να μπορέσουν να σταθούν.

Κοίταξαν αγωνιωδώς προς τις τέσσερις κατευθύνσεις,

κι αφού στάθηκαν για λίγο έπεσαν πάλι στο έδαφος.

Θρήνησαν με αξιοθρήνητη φωνή

και με τα χέρια υψωμένα, ύμνησαν τον αδελφό τους.’

 

Ο βασιλιάς έχασε τα λογικά του,

τρελάθηκε με την απώλεια του γιου του.

Με αβάστακτη λύπη θρηνούσε.

Έπειτα ο βασιλιάς είχε αυτή την σκέψη:

 

Ο πολυαγαπημένος και χαριτωμένος μου γιος Μαχασάτβα,

πιάστηκε στην παροδικότητα.

Η ζωή των άλλων δυο μου γιών

δεν θα πρέπει να χαθεί στη φωτιά της θλίψης.

Γι αυτό, πρέπει να πάω γρήγορα εκεί

για να δω τους γιους αυτούς που είναι ευχάριστο να βλέπεις.

 

Με γρήγορα άλογα, θα φέρω τους γιούς μου

στη βασιλική αυλή του παλατιού.

Αν δεν το κάνω, η καρδιά της μάνας που τα γέννησε

θα εκραγεί από το κάψιμο της φωτιάς της θλίψης.

Θα βρει τη γαλήνη κοιτώντας τους δυο της γιούς

κι έτσι η ζωή της δεν θα χαθεί.’

 

Ο βασιλιάς με τη συνοδεία ομάδας υπουργών,

καβαλικεύοντας τον ελέφαντά του, πήγε να δει τους δυο του γιους.

Κλαίγοντας απεγνωσμένα, οι δυο πρίγκιπες

έφτασαν κοντά τους, φωνάζοντας το όνομα του αδελφού τους.

 

Ο βασιλιάς έκλαιγε με οδύνη.

Πήρε τους δυο του γιους και επέστρεψε σπίτι.

Γρήγορα, σαν κάποιον σε μεγάλη φούρια

παρουσίασε τα παιδιά στη βασίλισσα.

 

Εγώ ο Τατάγκατα Σακυαμούνι

ήμουν ο Μαχασάτβα,

ο γιος του βασιλιάς Μαχαράτα

που βοήθησε την τίγρη.

 

Ο Σουντοντάνα, ο μεγάλος βασιλιάς

ήταν ο βασιλιάς Μαχαράτα,

και η βασίλισσα Μάγια, ήταν η έξοχη βασίλισσα.

Ο Μαχαπρανάντα έγινε ο Μαϊτρέγια.

Παρομοίως ο πρίγκιπας Μαχαντέβα

ήταν ο νεαρός Μαντζούσρι.

Η τίγρης ήταν η Μαχαπρατζαπάτι[26]

και τα πέντε μικρά της, οι πέντε μοναχοί.

 

Έπειτα ο μεγάλος βασιλιάς Μαχαράτα και η μεγάλη βασίλισσα, θρήνησαν απεγνωσμένα. Έβγαλαν όλα τους τα κοσμήματα και μαζί με ένα μεγάλο πλήθος απέδωσαν τιμές στη σορό του πρίγκιπα. Τοποθέτησαν τη σορό του σε εκείνο ακριβώς το μέρος και έχτισαν μια στούπα από επτά πετράδια. Όταν ο Μαχασάτβα έδινε το σώμα του στην τίγρη έκανε την ακόλουθη αλτρουιστική ευχή: «Μέσα από την αρετή της τέλειας προσφοράς του σώματός μου, είθε στο μέλλον και για πολλά κάλπα, να πραγματοποιώ εντελώς πέρα από σκέψη, τους άθλους των Βούδα για τα όντα.»

 

«Όταν έγινε η παρουσίαση αυτή, αμέτρητοι αριθμοί όντων, συμπεριλαμβανομένων των θεών και των ανθρώπων, ανάπτυξαν την αλτρουιστική πρόθεση για την υπέρτατη και τέλεια Φώτιση. Αυτός είναι ο λόγος κι η αιτία που αποκάλυψαν τη στούπα εκεί.

 

«Μετά, μέσα από τη δύναμη της ευλογίας του Τατάγκατα, η στούπα μπήκε μέσα στο έδαφος σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο.»

 

Έτσι τελειώνει το δέκατο όγδοο κεφάλαιο, το Κεφάλαιο για την Τίγρη, από τη Βασίλισσα των Ένδοξων Σούτρα, το Ανυπέρβλητο Χρυσό Φως.

 


 iaogrlogo150


 

 

 s s s

heavens-bells-by-sonal-karkera

 

Lokah Samastah Sukhino Bhavantu

Ας είναι όλα τα όντα ευτυχή
Ας είναι όλα τα όντα μακάρια
Ας είναι όλα τα όντα σε ειρήνη

 ☸  

Βιβλιοθήκη

Ο Διαλογισμός φέρνει Σοφία. Η έλλειψη διαλογισμού μας αφήνει στην άγνοια. Να γνωρίζετε καλά αυτό που σας οδηγεί προς τα εμπρός και αυτό που σας κρατάει πίσω, και να επιλέξετε το μονοπάτι που οδηγεί στη Σοφία».

Σακυαμούνι Βούδδας