Κεφάλαιο 3ο
Το κεφάλαιο για το Όνειρο
Έπειτα ο Μποντισάτβα Ρουτσιρακέτου έπεσε να κοιμηθεί. Ονειρεύτηκε πως είδε ένα χρυσό τύμπανο, που το φως του έλαμπε σαν τον δίσκο του ήλιου. Άπειροι και αμέτρητοι Βούδες δίδασκαν το Ντάρμα σε κάθε κατεύθυνση, καθισμένοι στη βάση πολύτιμων δέντρων πάνω σε θρόνους από λάπις, περιστοιχισμένοι εντελώς από πολλές εκατοντάδες χιλιάδων ακολούθων. Μετά, είδε κάποιον με τη μορφή βραχμάνου που έκρουε ένα τύμπανο. Από τον ήχο του τυμπάνου, έβγαιναν αυτοί και παρόμοιοι στίχοι εξομολόγησης.
Τότε ο Μποντισάτβα Ρουτσινακέτου ξύπνησε ενθυμούμενος αμέσως αυτούς τους στίχους. Έχοντας θυμηθεί τους στίχους, αφού η νύχτα πέρασε, άφησε τη μεγάλη πόλη Ρατζαγκρίχα μαζί με πολλές χιλιάδες όντα. Έφτασε στη Κορφή του Γύπα εκεί που ήταν ο Τατάγκατα. Φτάνοντας εκεί, υποκλίθηκε στα πόδια του Τατάγκατα, έκανε τρεις περιφορές γύρω από τον Τατάγκατα και έκατσε στο πλάι. Καθώς έκατσε στο πλάι, υποκλίθηκε στον Τατάγκατα με τα χέρια του ενωμένα από σεβασμό και απήγγειλε τους στίχους εξομολόγησης που άκουσε να βγαίνουν από το τύμπανο.
Έτσι τελειώνει το τρίτο κεφάλαιο, το Κεφάλαιο για το Όνειρο, από τη Βασίλισσα των Ένδοξων Σούτρα, το Ανυπέρβλητο Χρυσό Φως.

