Τρία είδη παθών και οι συνέπειες τους
[31] Ο Βούδας είπε στον Μποντισάτβα Μαϊτρέγια, στους θεούς και στους ανθρώπους, « Η αρετή και η σοφία των Σράβακα και των Μποντισάτβα στο πεδίο του Αμιτάγιους είναι απερίγραπτη. Το πεδίο είναι έξοχο, ευδαιμονικό, γαλήνιο και αγνό. Γιατί δεν εξασκείστε στην αρετή με επιμονή, δεν συλλογίζεστε στη φυσικότητα του Δρόμου και δεν κατανοείται πως είναι πέρα από διακρίσεις και διαπερνά τα πάντα; Καθένας από σας θα πρέπει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια ώστε να το πετύχει αυτό. Προσπαθήστε να διαφύγετε από την Σαμσάρα και να γεννηθείτε στο Πεδίο της Γαλήνης και της Μέριμνας. Έτσι, αφού καταστραφούν οι αιτίες των πέντε αρνητικών πεδίων, θα σταματήσουν φυσικά να υπάρχουν, κι έτσι ανεμπόδιστα θα συνεχίσετε να προοδεύετε στον Δρόμο. Μπορείτε να φτάσετε στο Καθαρό Πεδίο εύκολα, στην πραγματικότητα όμως πολύ λίγοι πάνε εκεί. Συνεχώς και φυσικά προσελκύει τα όντα και δεν απορρίπτει κανένα. Γιατί δεν εγκαταλείπετε τα κοσμικά πράγματα και δεν προσπαθείτε να μπείτε στον Δρόμο; Αν το κάνετε, θα εξασφαλίσετε άπειρη μακροζωία και αμέτρητη ευδαιμονία.
Τα κοσμικά όντα, επειδή έχουν αδύναμη αρετή παλεύουν για πράγματα που δεν επείγουν. Ανάμεσα στην άθλια μοχθηρία τους και τις ακραίες μολύνσεις τους κοπιάζουν για τα προς το ζην. Όλοι οι άνθρωποι, είτε είναι ευγενείς ή διεφθαρμένοι, πλούσιοι ή φτωχοί, νέοι ή γέροι, άντρες ή γυναίκες, έχουν τη σκοτούρα του πλούτου και της ιδιοκτησίας. Σ’ αυτό δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Και οι δυο έχουν τις ανησυχίες τους. Στενάζουν από την αποθάρρυνση και τη λύπη, στοιβάζουν διάφορες σκέψεις αγωνίας ή [274γ] εσωτερικές παρορμήσεις, τρέχουν ξέφρενα προς κάθε κατεύθυνση και δεν βρίσκουν χρόνο για ηρεμία και ανάπαυλα.
Για παράδειγμα, αν έχουν χωράφια, ανησυχούν γι αυτά. Αν έχουν σπίτια, ανησυχούν γι αυτά. Ανησυχούν και για τα έξι είδη οικόσιτων ζώων, όπως αγελάδες και άλογα, για τους υπηρέτες τους, άντρες και γυναίκες, για τα χρήματα, για τον πλούτο, για τα ρούχα, για το φαγητό και τα έπιπλα. Αναστενάζουν συνεχώς από τα βαθιά τους προβλήματα και η ανησυχία μεγαλώνει το πόνο τους και τους τρομοκρατεί. Ξαφνικές ατυχίες τους μπορεί να τους χτυπήσουν. Τα υπάρχοντα τους μπορεί να καούν από φωτιά, μπορεί να τα παρασύρουν πλημμύρες, να τα λεηλατήσουν κλέφτες ή να κατασχεθούν από αντιπάλους ή πιστωτές. Τότε τους πλήττει μια θλίψη που τους κατατρώει και μεγαλώνει την ανησυχία μέσα τους. Θυμός κυριεύει το νου τους που τους κρατά διαρκώς σε εκνευρισμό, σφίγγοντας τη θηλιά όλο και πιο πολύ, σκληραίνει την καρδιά τους και δεν τους αφήνει ποτέ.
«Καθώς η ζωή τους τελειώνει μέσα σ’ αυτές τις αγωνιώδης συνθήκες, πρέπει να τα αφήσουν όλα και όλους πίσω τους. Ακόμα και οι πλούσιοι και οι ευγενείς έχουν τέτοιες ανησυχίες. Με πολύ άγχος και φόβο υπομένουν τέτοιες δοκιμασίες. Ξεσπάνε με κρύο ιδρώτα ή πυρετό και υποφέρουν έναν συνεχή πόνο.
« Οι φτωχοί και μη προνομιούχοι είναι συνεχώς στερημένοι. Αν για παράδειγμα δεν έχουν χωράφια, είναι δυστυχείς και τα επιθυμούν. Αν δεν έχουν σπίτια, είναι δυστυχείς και τα επιθυμούν. Αν δεν έχουν κάποιο από τα έξι είδη κατοικίδιων ζώων, όπως αγελάδες και άλογα, ή δεν έχουν άντρες και γυναίκες στην υπηρεσία τους, ή τους λείπουν τα χρήματα, ο πλούτος, τα ρούχα, η τροφή ή τα έπιπλα, είναι δυστυχείς και τα επιθυμούν κι αυτά. Μπορεί να έχουν κάποια από αυτά και να τους λείπουν άλλα. Αν έχουν αυτό, δεν έχουν εκείνο κι έτσι θα ήθελαν να τα έχουν όλα. Αλλά ακόμα κι αν από σύμπτωση τα είχαν όλα, σύντομα θα καταστρέφονταν ή θα τα έχαναν. Και μετά, αποθαρρυμένοι και λυπημένοι, θα προσπαθούσαν να τα αποκτήσουν και πάλι, πράγμα που θα ήταν αδύνατο. Τέτοιες μελαγχολικές σκέψεις δεν ωφελούν σε τίποτα. Με εξαντλημένο σώμα και νου, καταλήγουν να γίνονται σε όλα τους ανήσυχοι και τα άγχη τους ακολουθούν. Τέτοια είναι τα βάσανα που έχουν. Ξεσπώντας με κρύο ιδρώτα ή πυρετό, υποφέρουν με αδιάλειπτο πόνο. Τέτοιες συνθήκες μπορεί να αποφέρουν έναν ξαφνικό θάνατο ή ένα πρόωρο θάνατο. Επειδή δεν έκαναν κάποιο ιδιαίτερο καλό, ούτε ακολούθησαν τον Δρόμο, ούτε έκαναν ενάρετες πράξεις, θα πεθάνουν μόνοι και θα πάνε σε κατώτερα πεδία. Αν και προορίζονταν για διαφορετικές καταστάσεις ύπαρξης, κανείς απ’ αυτούς δεν κατανοεί τον νόμο του κάρμα που τους στέλνει εκεί.
‘Οι κοσμικοί άνθρωποι, οι γονείς και τα παιδιά, τα αδέλφια, οι σύζυγοι, τα άλλα μέλη της οικογένειας και οι συγγενείς, πρέπει να σέβονται και να αγαπούν ο ένας τον άλλον, και να αποφεύγουν την έχθρα και τη ζήλια. Θα πρέπει να μοιράζονται με άλλους τα πράγματα τους και να μην είναι άπληστοι και φιλάργυροι, θα πρέπει να μιλούν με φιλικό τρόπο και με ευχάριστο χαμόγελο και να μην βλάπτουν τους άλλους.
‘Αν κανείς διαφωνεί με τους άλλους και μεγαλώνει ο θυμός του, όσο μικρή κι αν είναι η μνησικακία και η έχθρα του σ’ αυτήν τη ζωή, θα αυξηθούν στην επόμενη ζωή και θα γίνουν μια μάζα εχθρότητας. Διότι αν οι άνθρωποι βλάπτουν και βασανίζουν ο ένας τον άλλον σ’ αυτή τη ζωή, η διαμάχη αυτή δεν θα τελειώσει άμεσα με την αμοιβαία τους καταστροφή. Η επίμονη πικρία και η μαινόμενη οργή αποτυπώνεται στο νου κι έτσι φυσικά αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στη συνείδηση κι έτσι αυτοί που εμπλέκονται θα ξαναγεννηθούν την ίδια εποχή ώστε να εκδικηθούν ο ένας τον άλλον.
‘Επιπλέον, μόνος έρχεται κανείς μέσα στις κοσμικές επιθυμίες και την προσκόλληση και μόνος φεύγει, μόνος γεννιέται και μόνος πεθαίνει. Μετά τον θάνατο, πηγαίνει σε κάποια ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση ύπαρξης. Ο κάθε ένας παίρνει δέχεται τις καρμικές του συνέπειες και κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση του. Τα όντα προορίζονται για τα πεδία της ευδαιμονίας ή του πόνου ανάλογα με τις διαφορετικές θετικές ή αρνητικές πράξεις. Χωρίς εναλλακτική είναι δεμένα με το κάρμα τους και ξεκινούν για αυτά τα πεδία μόνα. Φτάνοντας στον άλλο κόσμο, δεν μπορούν να δουν τους άλλους. Ο νόμος τους καλού και του κακού φυσικά τους καταδιώκει και όπου κι αν επαναγεννηθούν, τους χωρίζει η απόσταση και το σκοτάδι. Επειδή ο δρόμος του κάρμα τους διαφέρει, είναι αδύνατον να ξέρεις πότε θα ξανασμίξουν και είναι πολύ δύσκολο να ξανασυναντηθούν. Μπορεί να δουν ο ένας τον άλλον άλλη μια φορά;
‘Για ποιο λόγο δεν εγκαταλείπουν την συμμετοχή τους στα κοσμικά [275α], ενόσω είναι ακόμα δυνατοί και υγιείς, για να επιδοθούν στην αρετή και δεν αναζητούν επίμονα την απελευθέρωση από τη σαμσάρα; Αν το κάνουν, θα βρουν την αθανασία. Γιατί δεν αναζητούν τον Δρόμο; Τι λαχταρούν σ’ αυτόν τον κόσμο; Ποια είναι αυτή η απόλαυση που πρέπει να αναζητήσουν;
‘Έτσι οι άνθρωποι του κόσμου δεν πιστεύουν στην επιδίωξη του καλού και στην ανταμοιβή ούτε και στην εξάσκηση του Δρόμου και στην επίτευξη της Φώτισης. Ούτε πιστεύουν στην μετεμψύχωση και στη τιμωρία των αρνητικών πράξεων ή στην ανταμοιβή των θετικών, όπως είναι η απόκτηση αρετής προσφέροντας βοήθεια στους άλλους. Πιστεύοντας πως αυτά δεν υπάρχουν, απορρίπτουν εντελώς αυτή τη θεώρηση.
‘Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο, κολλάνε στις δικές τους απόψεις ακόμη πιο πεισματικά. Οι επόμενες γενιές μαθαίνουν να δρουν με παρόμοιο τρόπο από τις προηγούμενες. Οι πατεράδες διαιωνίζοντας τις αρνητικές τους απόψεις τις περνάνε στα παιδιά τους. Εφόσον οι γονείς και οι παππούδες δεν έκαναν εξαρχής καλές πράξεις, είχαν άγνοια για τον Δρόμο, έκαναν ανόητες πράξεις και ήταν αμαθείς, αναίσθητοι και πωρωμένοι, έτσι και οι απόγονοι τους δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν την αλήθεια της γέννησης και του θανάτου και τον νόμο του κάρμα. Δεν υπήρξε κανείς να τους μιλήσει γι αυτά. Κανείς δεν αναζήτησε την αιτία της καλοτυχίας και της ατυχίας, της ευτυχίας και της δυστυχίας, παρόλο που αυτές οι καταστάσεις είναι το αποτέλεσμα τέτοιων πράξεων.
Η πραγματικότητα της γέννησης και του θανάτου είναι τέτοια ώστε τη θλίψη του αποχωρισμού την αισθάνονται αμοιβαία όλες οι γενιές. Ένας πατέρας θα κλάψει στο θάνατο του παιδιού του, τα παιδιά θα θρηνήσουν το θάνατο του πατέρα τους. Τα αδέλφια και οι σύζυγοι θα πενθήσουν στο χαμό των άλλων. Σύμφωνα με τον βασικό νόμο της παροδικότητας, είναι απρόβλεπτο αν θάνατος εμφανιστεί σε σχέση με την ηλικία κάποιου ή όχι. Όλα τα πράγματα θα περάσουν. Τίποτα δεν μένει για πάντα. Λίγοι το πιστεύουν αυτό, ακόμα κι αν κάποιος τους το διδάξει ή τους προτρέψει. Κι έτσι η ροή της γέννησης και του θανάτου συνεχίζει για πάντα.
‘Επειδή είναι ανόητοι και πωρωμένοι, αυτοί οι άνθρωποι δεν δέχονται τις διδασκαλίες του Βούδα, δεν έχουν πρόνοια και επιθυμούν μόνο να ικανοποιούν τις επιθυμίες τους. Εξαπατώνται από την παράφορη προσκόλληση τους, αγνοούν τον Δρόμο, είναι παραπλανημένοι και παγιδευμένοι από το θυμό και την έχθρα και προσηλώνονται στην απόκτηση πλούτου και στην ικανοποίηση των σαρκικών τους επιθυμιών σαν τους λύκους. Συνεπώς, μη μπορώντας να ακολουθήσουν τον Δρόμο, γίνονται αντικείμενα δυστυχίας στα κατώτερα πεδία σ’ έναν ατέλειωτο κύκλο γέννησης και θανάτου. Πόσο άθλιο κι ελεεινό είναι αυτό!
«Στην ίδια οικογένεια, όταν κάποιος από τους γονείς, ή απ τα παιδιά ή απ τα αδέλφια ή από τους συζύγους πεθάνει, αυτοί που επιζούν θρηνούν για την απώλεια τους και κρατούν την προσκόλληση τους για το νεκρό. Βαθιά θλίψη γεμίζει τη καρδιά τους κι έτσι χτυπημένοι απ’ την λύπη, σκέφτονται τον νεκρό περίλυποι. Αν και περνούν μέρες και χρόνια, η θλίψη τους συνεχίζεται. Ακόμα κι αν κάποιος τους διδάξει τον Δρόμο ο νους τους δεν θα αφυπνιστεί. Καθώς θυμούνται με τρυφερότητα τους νεκρούς, στεναχωριούνται και δεν μπορούν να απαλλαχτούν από την προσκόλληση. Όντας σε άγνοια και αδράνεια και δεμένοι στην ψευδαίσθηση, δεν μπορούν να σκεφτούν βαθιά, ούτε να έχουν αυτοσυγκράτηση, ούτε να ασκηθούν στο Δρόμο με επιμονή ώστε να απομακρυνθούν από τα κοσμικά ζητήματα. Καθώς περιπλανιούνται εδώ κι εκεί, τελικά πεθαίνουν χωρίς να έχουν μπει στον Δρόμο. Τότε τι μπορεί να γίνει γι αυτούς;
«Οι άνθρωποι παραδίδονται στα πάθη τους επειδή έχουν πνευματικά πέπλα και είναι βαθιά ταραγμένοι και μπερδεμένοι. Ως εκ τούτου, πολλοί δεν γνωρίζουν τον Δρόμο και λίγοι τον κατανοούν. Όλοι είναι συνεχώς απασχολημένοι, χωρίς κάτι για να βασιστούν. Όλοι, είτε είναι ηθικοί ή διεφθαρμένοι, σε υψηλή ή χαμηλή τάξη, πλούσιοι ή φτωχοί, ευγενείς ή χαμερποί, όλοι είναι απορροφημένοι με τη δουλειά τους. Κάνουν φαρμακερές σκέψεις και φτιάχνουν μια μεγάλη και ζοφερή ατμόσφαιρα κακοβουλίας. Σχεδιάζουν ανατρεπτικές δράσεις που είναι αντίθετες με τον παγκόσμιο νόμο και τις επιθυμίες των ανθρώπων.
«Η αδικία και η ανηθικότητα αναπόφευκτα ακολουθεί κι αυτοί συνεχίζουν το δρόμο τους ανεξέλεγκτα μέχρις ότου συσσωρευτεί το αρνητικό κάρμα. Πριν το αναμενόμενο τέλος τους, οι άνθρωποι πεθαίνουν ξαφνικά και πέφτουν στα κατώτερα πεδία, όπου και υποφέρουν ανυπόφορα βάσανα για πολλές ζωές. [275β] Δεν θα μπορέσουν να φύγουν από εκεί για πολλές χιλιάδες άπειρα κάλπα. Πόσο απερίγραπτα οδυνηρό! Πόσο αξιοθρήνητο είναι!»

